- σαβάκτης
- σᾰβάκτης, ου, ὁ, ([etym.] σαβάζω)A shatterer, destroyer, of a mischievous goblin who broke pots, Hom.Epigr.14.9: fem. pl. [full] σαβακτίδες· ὀστράκινα ζῴδια, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαβάκτης — ὁ, Α [σαβάζω (ΙΙ)] (για έναν κακό δαίμονα που συνέτριβε τα σκεύη) καταστροφέας … Dictionary of Greek
σαβάκτην — σαβάκτης shatterer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαβάκτας — σαβάκτᾱς , σαβάκτης shatterer masc acc pl σαβάκτᾱς , σαβάκτης shatterer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
хабить — I хабить I портить : похабить, похабство, похабный, укр. охабити портить , охаблений негодный, гадкий , охаба распущенная женщина , русск. цслав. хабити, хаблɪѫ портить , хабенъ, хабленъ жалкий , болг. хабя, изхабя порчу , сербохорв. ха̏бати,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σαβακτίδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀστράκινα ζῴδια». [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού σαβάκτης, με κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek